- προεκφοιτώ
- -άω, Α1. βγαίνω έξω από το σπίτι συχνά προηγουμένως2. διαδίδομαι, γνωστοποιούμαι προηγουμένως3. ξεπερνώ τα όρια, υπερβαίνω το μέτρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐκφοιτῶ «βγαίνω έξω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.